ισόπηχυς

ισόπηχυς
ἰσόπηχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ενός πήχη, ή, κατ' άλλη ερμηνεία, αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό πήχεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”